- άμιλλος
- ἅμιλλος, ο (Μ)η άμιλλα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἅμιλλον — ἅμιλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισάμιλλος — ἰσάμιλλος, ον (Α) 1. ισόπαλος σε αγώνα, κυρίως δρόμου 2. αυτός που συναγωνίζεται επί ίσοις όροις 3. εφάμιλλος, ισότιμος 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ισάμιλλα με ισόπαλο αποτέλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εν άμιλλος,… … Dictionary of Greek
συνάμιλλος — ον, Α αντίπαλος, ανταγωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άμιλλος (< ἅμιλλα), πρβλ. εφ άμιλλος] … Dictionary of Greek
ἅμιλλ' — ἅμιλλα , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc sg ἅμιλλαι , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc pl ἅμιλλε , ἅμιλλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)